- τουράκο
- το, Νζωολ. γένος και γενικότερη ονομασία 21 συνολικά ειδών κοκκυγιόμορφων πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turacus < γαλλ. touraco, λ. προερχόμενη από ιθαγενή ονομ. τής Αφρικής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκκυγόμορφα — τα ζωολ. τάξη νεόγναθων πτηνών που περιλαμβάνει δύο σαφώς διακρινόμενες οικογένειες, την οικογένεια τού κούκου cuculidae και την οικογένεια τού τουράκο musophagidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυξ, υγος + μορφα (ουδ. πληθ. τού μορφος < μορφή). Η λ.… … Dictionary of Greek